Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

"Πρέπει να προσπαθήσεις "




Κάθε έννοια και κάθε λέξη, ανάλογα με το πώς τη χρησιμοποιούμε της δίνουμε και άλλο νόημα, βαρύτητα και ενέργεια. 

Σήμερα θέλω να δω τις δύο διαφορετικές όψεις της φράσης - παραίνεσης "Προσπάθησε!" που δίνουμε συχνά στα παιδιά. 

Η μία έχει αρνητική χροιά. Είναι το γενικό και αόριστο "προσπάθησε" που δεν επικοινωνεί και δε σημαίνει τίποτα. Είναι το "προσπάθησε παραπάνω" που μπορεί να βάλλω σε έναν μαθητή, που δεν του λέει τι παραπάνω ή διαφορετικό περιμένω για την επόμενη φορά. Δεν ξέρει πού να προσανατολίσει την ενέργεια και την προσπάθειά του. Δεν ξέρει ούτε τι να βελτιώσει αλλά ούτε τον τρόπο που θα το πετύχει αυτό. Επίσης, δεν δίνει καμία αναγνώριση της προσπάθειας που έχει ήδη γίνει ή των θετικών στοιχείων που μπορεί ήδη να υπάρχουν. 

Αυτό το "προσπάθησε κι άλλο" για να γίνει εποικοδομητικό χρειάζεται μία συγκεκριμένη οδηγία που να το ακολουθεί, ενώ ταυτόχρονα θα προηγείται το σημείο (ή τα σημεία) που είχε βελτίωση. Έτσι, το γενικό "προσπάθησε" μπορεί να γίνει "Τέλεια γράμματα! Προσπάθησε να βάζεις τόνους" κ.ο.κ.. Μάλιστα, θα έλεγα ότι αν γίνεται έτσι, το "προσπάθησε" γίνεται περιττό! Είναι μία απτή και ξεκάθαρη οδηγία που απλά μπορεί να γίνει.

Τα παραδείγματα αυτά είναι ανάλογα με την οδηγία "μάζεψε το δωμάτιό σου" ή "μάθε να είσαι πιο τακτικός" που στα παιδιά ακούγεται χαοτικό! Ενώ το "βάλε τα τουβλάκια στο καλάθι" ξεμπερδεύουν και απλοποιούν το τι ακριβώς πρέπει να γίνει και εισάγουν το παιδί στο πώς μπορεί κάποιος να δουλεύει μεθοδικά. (Δεν θα ξεχάσω τον γιο μου που σε "προσπάθειες" να συγυρίσει τα ρούχα του, τα έχωνε κάτω από τα σκεπάσματα! Το ότι δε φαίνονταν μες τη μέση σήμαινε ότι ο χώρος του ήταν τακτοποιημένος.)


Από την άλλη η έννοια της προσπάθειας και του προσπαθώ είναι μία στάση ζωής που πρέπει να εκτίθενται συνεχώς τα παιδιά και να υιοθετούν. Είναι το να μάθουν να μην τα παρατάνε όποτε βρίσκουν κάποιο εμπόδιο.

Η ζωή είναι γεμάτη εμπόδια. Μικρά ή μεγάλα. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι επιτυχημένος και ευτυχισμένος μόνο όταν έχει αποκτήσει την ικανότητα να μην το βάζει κάτω στα εμπόδια που του παρουσιάζονται!

Κάθε επιτυχία έρχεται μετά από απανωτές αποτυχίες και ασταμάτητες προσπάθειες. Και αυτό είναι ένα εξαιρετικό μάθημα για τα παιδιά. Τα διδάσκει ποιο είναι το κλειδί για την επιτυχία, την αποδοτικότητα, την ανθεκτικότητα και να μην φοβούνται τα λάθη αλλά να συνεχίζουν με υπομονή και επιμονή μέχρι να φτάσουν στον στόχο τους! 












   

  



Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

"Είμαι σκέτο παιδί!"




Δανείζομαι τον τίτλο και την ιστορία ενός βιβλίου της Ιωάννας Μπαμπέτα για να μιλήσω, άλλη μια φορά, για τα παιδιά. Και ναι. Όπως ακριβώς δείχνει η ιστορία, τα παιδιά είναι μόνο παιδιά, που έχουν ανάγκη, όσο κανένας άλλος, από φροντίδα και αγάπη. 

Τα τελευταία χρόνια, σε μια «προσπάθεια» (εντός εισαγωγικών και με ερωτηματικό) να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, τους κολλάμε μονίμως ταμπέλες θέλοντας να δείξουμε και να αναδείξουμε το «διαφορετικό» που έχουν. (Πολλά τα εισαγωγικά…)

Τολμώ να πω, μετά από δεκαπέντε χρόνια εμπειρίας μέσα στην τάξη, ότι σχεδόν κάθε παιδί μπορεί να ενταχθεί σε μία (τουλάχιστον!) περίπτωση. Κάθε παιδί ανήκει σε μία ομάδα που κάτι έχει. Έτσι,
το ζωηρό παιδί έχει ΔΕΠΥ (διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ή/και υπερκινητικότητα),
τα πιο συνεσταλμένα είναι καταθλιπτικά ή με έλλειψη αυτοπεποίθησης,
αυτά που δεν διαβάζουν έχουν κάποιο μαθησιακό ή ειδικό μαθησιακό,
αυτά που διαβάζουν πολλά βιβλία και όλο θέλουν να μαθαίνουν βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού (ναι, ναι!, το έχω ακούσει και αυτό),
αυτά που παίζουν ηλεκτρονικά είναι εξαρτημένα,
τα συναισθηματικά ώριμα είναι πιεσμένα ή δεν μπορούν να ενταχθούν,
αυτά που βαριούνται στο σχολείο επειδή ξέρουν ήδη πολλά και δημιουργούν αναστάτωση με τα «γιατί» τους, προτείνεται να κάνουν επαναφοίτηση για να μάθουν να κάθονται στην καρέκλα (ναι! έχω και τέτοιες περιπτώσεις),
αυτά που λένε τη γνώμη τους έχουν κακή ανατροφή, και πολλά πολλά ακόμα…

Όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από ταμπέλες. Ταμπέλες που εμείς φοράμε σε κάθε παιδί. Αν το σκεφτούμε λίγο αυτό και δούμε πώς προβάλλεται και λειτουργεί ευρύτερα, αυτό που γίνεται δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να δημιουργούμε μία κοινωνία δαχτυλοδεικτούμενων.  

Καθετί που δεν μπορούμε – δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε, του κολλάμε μία ταμπέλα (εν είδει παθογένειας όλες οι περιπτώσεις). 

Παρόλα αυτά, τα παιδιά είναι απλώς παιδιά! (που, ναι όντως, κάποια έχουν σημαντικές δυσκολίες)

Τι συμβαίνει τώρα εδώ. Τα παιδιά είναι παιδιά. Έχουν ανάγκες και επιθυμίες, όπως έχουμε όλοι μας, και (πολύ σημαντικό) είναι σε μια διαρκή διαδικασία να πειραματίζονται και να ανακαλύπτουν τον κόσμο και το περιβάλλον…

Από την άλλη, είμαστε εμείς. Εμείς συχνά δυσκολευόμαστε με τα παιδιά μας (είτε είμαστε γονείς είτε δάσκαλοι). Και για έναν παράδοξο λόγο, για κάθε δυσκολία που εμείς αντιμετωπίζουμε και δεν μπορούμε να τη διαχειριστούμε, ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει με το παιδί μας.

Δηλαδή, με άλλα λόγια αντί να κάνουμε κάτι για τη δική μας "ανικανότητα", προσπαθούμε να φέρουμε στα μέτρα μας τα παιδιά. Κάτι σαν αυτό που έκανε ο Προκρούστης, δηλαδή. Και αυτό είναι κακό! Κακό και για εμάς αλλά πρωτίστως για τα παιδιά, γιατί αντί να τα βοηθάμε, τα βάζουμε σε διαδικασία να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την ταμπέλα που τους δίνουμε. Όμως τα παιδιά είναι (τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε) μόνο παιδιά!    

Είναι φυσιολογικό ένα παιδί να είναι ζωηρό και να θέλει να παίζει ατελείωτα! Είναι φυσιολογικό να βαριέται όταν κάτι δεν το ενδιαφέρει ή το δυσκολεύει. Είναι φυσιολογικό να έχει στιγμές που θέλει να μείνει μόνο του ή να θέλει να παίζει παιχνίδια ρόλων και μέσα σε αυτά να παριστάνει τον Σούπερμαν ή να κάνει έναν βάτραχο ή να σκαρφαλώνει σε κάθε έπιπλο. Είναι φυσιολογικό να είναι ακατάστατο και να φέρνει τον κόσμο ανάποδα προκειμένου να βρει το ένα συγκεκριμένο κομμάτι leggo που έχασε. Είναι φυσιολογικό να θέλει αγκαλιά και ένα φιλί πριν πέσει για ύπνο. Είναι φυσιολογικό. Γιατί είναι απλά ένα παιδί που προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο και να ενταχθεί (μέσω του παιχνιδιού) σε αυτόν.

Είναι δύσκολος ο δρόμος αλλά πρέπει να τα αφήσουμε να είναι, απλά, παιδιά και να τα πλαισιώνουμε με την αγάπη και τη φροντίδα μας, αντιμετωπίζοντας ό,τι μας δυσκολεύει, ώστε να βρουν από μόνα τους τον ρόλο και τη θέση τους μέσα στην κοινωνία. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούν να είναι ελεύθερα και να βρουν τον δρόμο τους, την αξία τους και ό,τι μοναδικό έχουν να αναδείξουν και να προσφέρουν.


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Το φαινόμενο Στίλτον!



Τα τελευταία χρόνια, τόσο πιο συχνά ακούω παιδιά να λένε ότι τα αγαπημένα τους βιβλία είναι αυτά του Τζερόνιμο και της Τέα Στίλτον. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι γονείς και οι δάσκαλοι που αναρωτιούνται αν τα βιβλία αυτά είναι "καλά" ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει το παιδί τους να "μάθει" να διαβάζει άλλα - "καλά" βιβλία. 

Πρόπερσι, είχα ένα τμήμα μαθητών β' δημοτικού, που είχαν πάθος για τη σειρά αυτή και καθημερινά, σε κάθε τσάντα υπήρχε τουλάχιστον ένας τόμος! Κάποια μέρα, αποφάσισαν όλα τα παιδιά να φέρουν όσους είχαν. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό! Μαζί με την αγάπη για τον Στίλτον είχε αναπτυχθεί μεγάλος συναγωνισμός για το ποιος έχει και έχει διαβάσει τα πιο πολλά. Κάθε τόσο τα αντάλλασσαν αλλά πιο συχνά απαιτούσαν από τους γονείς τους να αγοράζουν νέους τόμους που τους έλειπαν.

Αυτό, για μένα, ήταν κάτι μαγικό! Κάτι που απολάμβανα μαζί τους σε ώρες μαθημάτων και διαλειμμάτων. 

Ο Στίλτον είναι ένας ποντικός δημοσιογράφος που σε κάθε βιβλίο βρίσκεται σε ένα μέρος όπου θα του δώσει τα στοιχεία που χρειάζεται για να γράψει το άρθρο του. Η θεματολογία είναι πολύ πλούσια! 


Οι περιγραφές είναι ζωντανές, γεμάτες ενθουσιασμό, εναλλαγές και ανατροπές. Οι ήρωες και ο τρόπος ζωής τους, παρόλο που πρόκειται για ποντίκια, είναι κοντά στα σημερινά κινούμενα σχέδια. Τα βιβλία του Στίλτον είναι βιβλία που μπορούν να πιάσουν τον παλμό και τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Ακόμα και ο τρόπος παρουσίασης είναι παιχνιδιάρικος, με αυξομειώσεις στο μέγεθος των λέξεων, χρωματιστές λέξεις και εικόνες από στιγμιότυπα. 

Και τώρα έρχεται το ερώτημα: τελικά είναι "καλά" τα βιβλία αυτά;

Μετά από όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή! 

Είναι ό,τι πιο όμορφο να βλέπεις παιδιά να διαβάζουν με λαχτάρα ένα βιβλίο! Να το ρουφάνε και να ζητούν κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Να αφήνουν το παιχνίδι γιατί θέλουν να δουν τι θα γίνει μετά. Να παλεύουν να διαβάσουν και ακόμα κι αν δυσκολεύονται να έχουν πείσμα, επιμονή και υπομονή!

Και τώρα έρχεται η δική μου ερώτηση: η ανάγνωση, που γίνεται στα σχολεία στο μάθημα της γλώσσας, τι σκοπό έχει

Η ανάγνωση δεν είναι τίποτ' άλλο από μία εξάσκηση - προπόνηση με κύριο στόχο να δημιουργήσει αναγνώστες. Αναγνώστης δεν είναι μόνο όποιος διαβάζει κλασική λογοτεχνία αλλά κάθε ένας που αναζητά και βρίσκει απόλαυση στην ανάγνωση! 

Το "διαβάζω βιβλία" δε σημαίνει διαβάζω για να μάθω ή γιατί πρέπει ή για να είμαι καλός μαθητής. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που διαβάζουμε! Συχνά, γίνεται με σκοπό να μάθουμε. Όμως, αλίμονο, αν η ανάγνωση βιβλίων γινόταν μόνο για διδακτικούς σκοπούς! 

Κάτι που σαφέστατα ισχύει είναι το γεγονός ότι βιβλία χωρίς κανένα διδακτικό χαρακτήρα είναι αυτά που εξάπτουν τη φαντασία, προκαλούν σκέψεις και ελευθερώνουν τους αναγνώστες! Και ο Στίλτον είναι ένα βιβλίο που αυτό το πετυχαίνει αβίαστα. Εισάγει τα παιδιά στον κόσμο του βιβλίου με τρόπο που από δυνάμει αναγνώστες, τα παιδιά γίνονται αναγνώστες, που μετά τον Στίλτον τούς γίνεται στάση ζωής η ανάγνωση βιβλίων.

Έχοντας περάσει και έχοντας δουλέψει με πολλές τάξεις και τμήματα, αυτό που βλέπω είναι ότι τα παιδιά διψάνε και είναι πολύ δεκτικά στο να ενστερνιστούν συνήθειες όπως η ανάγνωση, ακόμα και στη σημερινή εποχή που η τεχνολογία τείνει να απορροφήσει οτιδήποτε άλλο υπάρχει.

Η ανάγνωση βιβλίων όπως ο Στίλτον, όχι μόνο δεν είναι κάτι κακό αλλά βοηθάει πολύ στο να πετύχουμε τον στόχο μας να δημιουργήσουμε την επόμενη γενιά αναγνωστών! Ας τους αφήσουμε, λοιπόν! 










Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Μ(ι) όπως μαθαίνω




Κάθε τέτοια περίοδο με πιάνει και ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι τη χρονιά που έρχεται, τα παιδιά που θα έρθουν και το ρόλο μου μαζί τους – κοντά τους. Κι εκεί είναι που αρχίζω να σκέφτομαι: τι θα τους μάθω, τι θα πάρουν από εμένα, πώς θα παντρέψω τις ανάγκες τους, τι ανησυχίες θα έχουν,
πώς θα μπορέσω να αγγίξω τις ψυχές τους…

Ναι, ξεκινάω λίγο ανάποδα το γράμμα αυτό αλλά οι σκέψεις αυτές κάθε χρόνο, σαν να είναι η πρώτη φορά κάθε φορά, με κατακλύζουν και μου παίρνουν τον ύπνο!

Ας πάμε όμως από την αρχή: έχουμε τη λέξη «μαθαίνω». Μαθαίνω, από τη μία σημαίνει αποκτώ γνώση ή σύνολο γνώσεων, πληροφορούμαι, αφομοιώνω – εξοικειώνομαι με κάτι και από την άλλη σημαίνει διδάσκω – μεταδίδω γνώσεις και εμπειρία.
Στον πρώτο ορισμό, θα πρόσθετα και την έννοια του να μπορώ αυτό που έμαθα να το χρησιμοποιήσω και αξιοποιήσω. Να μου είναι χρήσιμο.  

Κάθε χρόνο, κάθε δάσκαλος έχει να αντιμετωπίσει νέους –ή και τους ίδιους κάποιες φορές- μαθητές. Μια από τις βασικές του υποχρεώσεις είναι να φέρει εις πέρας μια ύλη, αυξημένων απαιτήσεων, που επιβάλλεται από το υπουργείο, ενώ για όλους τους μαθητές θεωρείται ότι γνωρίζουν την ύλη των ετών που έχουν προηγηθεί, ακόμη κι αν πρόκειται για πρωτάκια. Κι έτσι όλοι ξεκινάμε.

Οι δάσκαλοι με τα «πρέπει να γνωρίζει να… και πρέπει να μάθει να…» και από την άλλη οι γονείς καμαρώνουν με τα «εμένα το παιδί ξέρει να…» ή απορούν «γιατί το παιδί μου δεν έμαθε να…» και πάει λέγοντας όλη τη χρονιά.

Κι εδώ έρχεται το δικό μου ερώτημα:
Από όλα αυτά τα «πρέπει» ή «θα έπρεπε» που θέτουμε ως δάσκαλοι ή ως γονείς, τι από αυτά είναι χρήσιμο για τα παιδιά; Ή, πώς αυτά που πρέπει να μάθουν θα μπορούσαν να είναι ή να γίνουν χρήσιμα για αυτά; Και ακόμα πιο πέρα: πώς η ύλη αυτή μπορεί να γίνει προσβάσιμη και κατανοητή στα παιδιά και ταυτόχρονα να αγγίζει τα ενδιαφέροντά τους;

Η γνώση ως μια στείρα πληροφορία είναι άχρηστη και μη λειτουργική. Εγώ ως ενήλικας ξέρω ότι πρέπει να μάθω στα παιδιά ορθογραφία, ανάγνωση, πρόσθεση και πολλά ακόμα. Όμως από το παιδί μπορεί κάλλιστα να έρθει η ερώτηση «γιατί να το μάθω αυτό; Δε θέλω!».

Το σύστημα είναι τέτοιο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στα παιδιά να ρωτήσουν το γιατί αλλά και πολύ περισσότερο να πουν ότι δεν θέλουν.
Έτσι λοιπόν, γεννάται το ερώτημα: πώς θα πείσω ένα παιδί ότι αυτό που του δίνω να μάθει είναι για το καλό του και είναι ωφέλιμο και χρήσιμο;
Να το πρώτο επίπεδο δυσκολίας που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Όπου αν εμείς ως ενήλικες δεν έχουμε απαντήσει, τότε κανένα παιδί δεν μπορούμε να πείσουμε να μάθει και οι γνώσεις που θα του δώσουμε θα είναι προϊόν καταναγκασμού.

Τα πράγματα γίνονται πολύ πιο απλά, αν εμείς οι ίδιοι ξέρουμε να απαντάμε σε αυτά τα «γιατί» πριν τεθούν από τα παιδιά. Ως ενήλικες, αν γνωρίζουμε και έχουμε τις δικές μας απαντήσεις και εμπειρίες στο γιατί η ανάγνωση ή η ιστορία ή η γεωγραφία ή όποιο άλλο μάθημα είναι χρήσιμα και στο πού μας ήταν χρήσιμα στη ζωή μας, τότε θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε και τα παιδιά.


Τα παιδιά συνήθως λένε «μαθαίνω ανάγνωση για να είμαι καλός μαθητής». Όμως αυτό δεν αποτελεί ασφαλή δρόμο προς τη μάθηση. Δεν μαθαίνω για να είμαι καλός μαθητής αλλά επειδή αυτό θα εξυπηρετήσει κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο πρέπει να βρίσκεται εκτός σχολικού πλαισίου. 

Μαθαίνω επειδή η κάθε γνώση με φέρνει πιο κοντά στη ζωή και όλα όσα ασχολούμαι, με κάνει πιο ικανό, με κάνει να αντιλαμβάνομαι το καθετί καλύτερα, να μπορώ να αντιμετωπίζω την πραγματικότητα στο σύνολό της, με φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους, θα μπορούσαμε να πούμε σε ένα πιο βαθύ επίπεδο.

Ας πάμε τώρα να δούμε την άλλη πλευρά: τα παιδιά!
Έρχονται στο σχολείο. Εκεί -όλοι συμφωνούν- ότι θα μάθουν! Έρχονται στο σχολείο χωρίς να ξέρουν και θα μάθουν πολλά! Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο σχολείο γίνονται θαύματα!
Ας σοβαρευτούμε όμως λίγο. Ναι, τα παιδιά έρχονται στο σχολείο για να μάθουν. Όμως ήδη γνωρίζουν πολλά. Έχουν ήδη διανύσει μερικά χρόνια ζωής και έχουν ήδη πάρει κάποια μαθήματα. Γεγονός! Γεγονός που, δυστυχώς, σπάνια λαμβάνεται υπόψη…
Από την άλλη, ερχόμαστε να μάθουμε στα παιδιά κάποια πράγματα και στην πραγματικότητα ποτέ (μα ποτέ) δεν έχουμε αναρωτηθεί τι από αυτά ξέρουν ήδη και πιο σημαντικό, τι εκείνα θα ήθελαν να μάθουν ερχόμενα στο σχολείο και τι τα ενδιαφέρει.
Ας πάρουμε το πιο απλό και συχνό: φτάνουν κάθε Σεπτέμβριο πρωτάκια που ήδη γνωρίζουν κάποια γράμματα. Κι εμείς τα διδάσκουμε εξαρχής, σαν να μην ξέρουν. Και έτσι έρχεται η πρώτη υποτίμηση.
Μαθαίνω σε κάθε παιδί να γράφει και να διαβάζει αγνοώντας και θεωρώντας δεδομένο ότι δεν ξέρει. Και συχνά, θεωρούμε προβληματική κατάσταση αν υπάρχει μαθητής που να γνωρίζει αυτό που εμείς θέλουμε να διδάξουμε.

Υπάρχουν πολλά που μπορεί να κάνει ένας εκπαιδευτικός ώστε να δώσει φτερά σε αυτούς τους μαθητές! Όπως άλλωστε σε όλους τους μαθητές του!

Όμως, τι θα ήθελε να μάθει ένα παιδί ερχόμενο στο σχολείο; Τι θα τους κέντριζε το ενδιαφέρον;
Οι πρώτες απαντήσεις είναι οι προφανείς. Απαντούν αυτό που έχουν πληροφορηθεί ότι θα μάθουν. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.

Κάθε χρόνο ψάχνω και αναζητώ ξανά και ξανά, να μάθω τι είναι αυτό που θέλουν να μάθουν, σε τι μπορεί το σχολείο να τους βοηθήσει στη ζωή τους. Τι στόχους έχουν.
Δυστυχώς, δύσκολα σπάει το κατεστημένο. Δεν εκφράζουν εύκολα αυτό που θέλουν, γιατί ξέρουν για το σχολείο ότι είναι για να μάθεις γράμματα.

Για καλή μας τύχη, υπάρχει μια πρακτική -θα την έλεγα- όπου σε όλα τα παιδιά πιάνει και πετυχαίνει. Και είναι, όπως συχνά συμβαίνει, να πάρεις τον δρόμο ανάποδα! Να γίνει στα παιδιά η ερώτηση: τι κατάφερες σήμερα; ή τι έμαθες και ένιωσες μεγάλη χαρά για αυτό ή σε βοήθησε σε κάτι που ήθελες;
Και τότε παίρνουμε τις πιο εντυπωσιακές και αποστομωτικές απαντήσεις!
Βλέπουμε, μικρούς ανθρώπους, να λένε: σήμερα κατάφερα να κάνω ισορροπία στο ένα πόδι ή σήμερα κατάφερα να τσακωθώ με τη φίλη μου και μετά να τα βρούμε ή σήμερα κατάφερα να λύσω μια άσκηση μόνος μου, και άλλα τέτοια πολλά που τις περισσότερες φορές ουδεμία σχέση έχουν με αυτά που εμείς τα μαθαίνουμε.

Από τη μία, αυτό είναι λυπηρό. Τα παιδιά ενδιαφέρονται για κάτι τελείως διαφορετικό αυτά που τους δίνουμε. Από την άλλη, αυτό είναι υπέροχο, γιατί βλέπουμε μικρούς ανθρώπους να ζητάνε και να διψάνε για ζωή. Κατά πόσο το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να ικανοποιήσει και να βοηθήσει σε αυτά; Η εύκολη απάντηση που σε όλους έρχεται είναι ότι δεν μπορεί. Όμως, επειδή έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, η πραγματική απάντηση είναι ότι ο καθένας μας μπορεί, αν δώσει χώρο στα παιδιά, αν γίνει παρατηρητής τους και με κεραίες ανοιχτές να αναζητά και να αφήνει να ξεδιπλωθούν τα λεπτά σήματα που δίνουν. 

Κάθε παιδί, όταν καταφέρνει κάτι νιώθει μεγάλη ικανοποίηση. Τα μάτια του φωτίζουν και χαμογελάει ενώ μπορεί να υπάρχει και μεγάλο αίσθημα ότι με αυτό που κατάφερε να κάνει είναι χρήσιμο για τους άλλους!
Το «έμαθα να δένω τα κορδόνια μου», για το παιδί έχει μέσα του ενθουσιασμό και μια νέα ικανότητα, μια αίσθηση ότι δε θα χρειάζεται πια τη μαμά ή τον μπαμπά και έτσι θα τους βοηθάει με το να τους αφαιρεί κάτι που μέχρι τώρα εκείνοι έπρεπε να κάνουν γι’ αυτό. Και αυτό είναι μεγάλο και σημαντικό κατόρθωμα για τα παιδιά! Νιώθουν δικαιοσύνη και προσφορά. Ότι είναι χρήσιμα! Μέσα από αυτό αποκτούν αξία και την αίσθηση ότι αρχίζουν να γίνονται ισότιμα μέλη με τους ενήλικες. Γιατί, αν το καλοσκεφτούμε, τι άλλο μπορεί να προσφέρει ένα παιδί σε μια κοινωνία ενηλίκων από τέτοιου είδους μικρές «υπηρεσίες» που απορρέουν από την επαφή τους με τον υλικό κόσμο.

Ευχή μου, λοιπόν, είναι, για τη νέα αυτή χρονιά που ξεκινάει, να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των παιδιών και να μάθουμε να ακούμε τις ανάγκες τους. Να τους δίνουμε λόγους και τρόπους να μαθαίνουν, συνδέοντας τη γνώση αυτή με τη ζωή, γιατί τα παιδιά μας είναι το μέλλον μας και μόνο αν τους δώσουμε χώρο να μάθουν και να προσφέρουν και αν τα βοηθήσουμε σωστά θα μπορέσουμε να έχουμε υγιείς ενήλικες και ένα καλύτερο αύριο!

Καλή χρονιά!



[Πρώτη δημοσίευση στο "bonusmallmag", τεύχος 60


X(ι) όπως χρειάζομαι



Χρειάζομαι. Τι λέξη κι αυτή! Την ακούς και έρχεται μια αίσθηση βάρους και φορτίου. Αναδύεται η λέξη «ανάγκη» μέσα από το «χρειάζομαι». Χρειάζομαι τροφή. Χρειάζομαι νερό. Ξεκούραση. Καθαρό αέρα… Και μετά πάμε σε άλλα: χρειάζομαι διακοπές, χρειάζομαι κάποιον να με καταλάβει, χρειάζομαι αγάπη… Και μετά ατέλειωτες επιθυμίες και θέλω που μπορεί κάποιος να έχει ή να σκέφτεται. Ποιο είναι όμως το φορτίο που φαίνεται να υπάρχει;

Για να υπάρχει μια ανάγκη, ένα «χρειάζομαι», προηγείται μια έλλειψη – κάτι που δεν έχω και για να επιβιώσω πρέπει να το αποκτήσω. Στις υλικές ανάγκες δεν σκοπεύω να σταθώ για ευνόητους λόγους. Θέλω να φωτίσω κάποιες πτυχές όλων όσων «χρειαζόμαστε» που δεν αναφέρονται σε υλικά αγαθά αλλά σε ανθρώπινες σχέσεις.


Θα χωρίσω (αυθαίρετα) το θέμα σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι οι σχέσεις όπου δύο άνθρωποι νιώθουν και λένε μεταξύ τους ότι χρειάζονται ο ένας τον άλλο, με κύριο παράδειγμα τις σχέσεις ζευγαριών. Συχνά, δυο άνθρωποι μένουν μαζί γιατί ο ένας χρειάζεται τον άλλο είτε αμφίδρομα είτε μόνο από την πλευρά του ενός. Φράσεις όπως «αν σε χάσω, θα..», όπου μετά το «θα» προμηνύεται καταστροφή και κατάρρευση.

Είναι ωραίο να θέλουμε στη ζωή μας ανθρώπους και να μην μπορούμε να την φανταστούμε χωρίς αυτούς. Όλες οι ουσιαστικές σχέσεις έχουν κάτι από αυτό. Όμως, κάποιες φορές, το «χρειάζομαι» που βγαίνει, έχει μεγάλο φορτίο και μεγάλη επιβολή από αυτόν που το λέει. Δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου ο άλλος δεν έχει άλλη επιλογή (ή φαίνεται να μην έχει άλλη). Σε στιγμές έντασης, αυτό το «χρειάζομαι» θα μπορούσε να γίνει ασφυκτικό και αυτός που το εισπράττει να νιώθει ότι πνίγεται και χάνει κάθε δικαίωμα επιλογής και ελευθερίας. 

Πόσο υγιείς μπορεί να είναι σχέσεις που βασίζονται και διατηρούνται από μια πιεστική – και χωρίς άλλη επιλογή – ανάγκη; Γιατί τις κρατάμε;

Ας το πάρουμε από την ανάποδη: ας θυμηθούμε την ιστορία του Silverstein, «Το κομμάτι που έλειπε». 


Το κομμάτι που έλειπε έψαχνε κάποιον να ολοκληρωθεί. Χρειαζόταν κάποιον για να μπορεί να είναι καλά. Όσοι όμως κι αν προσπάθησαν, κανείς δεν μπόρεσε να δέσει και να κυλήσει μαζί του. Μέχρι που το κομμάτι που έλειπε έμαθε να κυλάει μόνο του. Και μόλις έγινε αυτό, συνάντησε ένα άλλο και από τότε κυλούσαν μαζί. Δεν χρειάζονταν ο ένας τον άλλο. Όμως κυλούσαν μαζί. Και ήταν πιο ευτυχισμένοι.

Γίνεται να είμαι με κάποιον χωρίς να τον χρειάζομαι; Γίνεται να είμαι σε μία σχέση και να προσφέρω και να εισπράττω, όχι λόγω ανάγκης ή έλλειψης αλλά επειδή απλά βγαίνει πηγαία και από τους δύο, χωρίς καμία άλλη ανάγκη; Το κομμάτι που έλειπε, πριν βρει το Ο, είχε ήδη ολοκληρωθεί. Έτσι η σχέση τους δεν ήταν σχέση ανάγκης αλλά συμπόρευση και αμοιβαία συνεισφορά, όπου κανείς δεν «παίρνει» ή «βιάζει» τον χώρο του άλλου και την πορεία του.

Πάμε τώρα σε πιο βαθιά νερά! Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε τη σχέση γονέων και παιδιών. Εδώ η περιοχή είναι συνήθως καλυμμένη γιατί κανείς γονιός δεν λέει με λόγια ότι χρειάζεται το παιδί του. Συνήθως αναφέρει το αντίθετο. Και σε αυτό το σημείο είναι η παγίδα. Παρόλο που λέμε για τα παιδιά πόσο πρέπει να μάθουν, να μεγαλώσουν, να αναλάβουν ευθύνες και λοιπά και λοιπά και λοιπά, οι περισσότεροι γονείς το αποτρέπουν!

Η προσπάθεια των γονιών να προστατέψουν τα παιδιά, να τους φτιάξουν ένα περιβάλλον όμορφο, χωρίς κινδύνους, με όλα όσα τα παιδιά χρειάζονται ή έχουν ανάγκη, τους κάνει να δημιουργούν ένα αποστειρωμένο περιβάλλον όπου το παιδί δε μαθαίνει να αντιμετωπίζει τη ζωή αλλά να έχει άλλους να το κάνουν για αυτό!

Τα παιδιά μεταξύ τους μαλώνουν, χτυπάνε ή μιλούν άσχημα το ένα στο άλλο. Γεγονός. Σε μεγαλύτερες ηλικίες μπαίνουν θέματα σεξουλικότητας, καπνίσματος, ξενυχτιών με ποτά, ναρκωτικά κάποιες φορές και άλλα παρόμοια. Γεγονός! Ξεκινώντας από τις μικρές ηλικίες, το να αποτρέπουμε το παιδί μας να κάνει παρέα με ένα άλλο επειδή αυτό το άλλο μιλάει με αγένεια ή αυθαδιάζει ή είναι άδικο ή το να παρεμβαίνουμε για να λύσουμε το ζήτημα με το «παιδάκι που…», απλά λύνουμε το θέμα με αυτό το παιδί. Και μετά; Αν ξανατύχει άλλο; Και πιο μετά; Αν τύχει αργότερα να προτείνουν στο παιδί μας μια βόλτα με μηχανάκι; Κι αν, κι αν, κι αν; Χάος!

Πώς ένα παιδί θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τη ζωή, αν πάντα χρειάζεται ένας ενήλικας να το φροντίζει και να απομακρύνει τους κινδύνους από αυτό; Να ένα τεράστιο «θέλω να με χρειάζεσαι» που θέτουμε ως γονείς στα παιδιά μας! Θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμο για όλους αν μαθαίναμε στα παιδιά και να συζητούσαμε μαζί τους όλο το πεδίο των ανθρώπινων συμπεριφορών. Ακόμα καλύτερα αν παρατηρούσαμε τις συμπεριφορές τους και μετά τις συζητούσαμε: Πώς σου φάνηκε αυτό που σου είπε; Πώς ένιωσες με αυτό; Τι θα μπορούσες να κάνεις ώστε να μην σου ξανασυμβεί αυτό; Έτσι θα βάζαμε τα παιδιά σε μια διαδικασία να παρατηρούν, να αξιολογούν και να αποφασίζουν πώς θα κινηθούν, με αποτέλεσμα να μη μας χρειάζονται!

Η ζωή είναι δύσκολη, έχει πολλά απρόοπτα και κινδύνους. Δεν είναι εφικτό ένας γονιός να μπορέσει να προστατεύει το παιδί του από όλα κι ούτε καν να τα προβλέψει! Δεν πρέπει ένα παιδί μονίμως να χρειάζεται έναν μπαμπά ή μία μαμά δίπλα του. Έχουμε αποτύχει στο ρόλο αυτό, αν καταλήξουν τα παιδιά μας να μας χρειάζονται πάντα! Άλλο είναι να έχω καλή σχέση με το παιδί μου και άλλο να μην μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του χωρίς εμένα.


Κι εδώ έρχονται άλλα δύο ζητήματα: το ένα είναι να αντιμετωπίσουμε το παιδί μας με τρόπο που να μπορεί να βρίσκει λύσεις σε ό,τι του συμβαίνει. Να είμαστε δίπλα του στις απορίες, τα παράπονα, τις ανησυχίες, τις απογοητεύσεις, τα συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα. Μόνο έτσι θα αποκτήσει την ικανότητα και την αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίζει με επιτυχία και σεβασμό προς τους άλλους ό,τι τον δυσκολεύει.


Από την άλλη, πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν γινόμαστε γονείς, δεν παύουμε να είμαστε και όλα τα άλλα που ήμασταν πριν από αυτό. Το να παραγκωνίζουμε όλους τους άλλους ρόλους μας είναι αυτό που μας οδηγεί (μετά) στην ανάγκη να χρειαζόμαστε το παιδί μας και να θέλουμε να μας χρειάζεται. Αν εγώ αποποιηθώ κάθε άλλο ρόλο μου ως άνθρωπος τη στιγμή που γίνομαι μητέρα, τότε, όταν το παιδί μου θα πρέπει να πάρει το δρόμο του εγώ θα μείνω χωρίς τίποτα. Με ένα κενό μέσα μου. Φαύλος κύκλος γίνονται όλα αυτά. Όμως το θέμα έχει μεγάλη απλότητα αν σκεφτούμε ότι όλοι μας, ήμασταν κάτι άλλο – ή μάλλον πολλά άλλα – πριν τη μητρότητα και την πατρότητα.

Η αγάπη δεν προκύπτει ή φανερώνεται από το πόσο μας χρειάζεται κάποιος αλλά από το πόσο του δίνουμε φτερά να πετάξει! Είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία να βοηθήσεις κάποιον να νιώσει ικανός να αντιμετωπίσει τη ζωή. Έτσι δίνεται η δυνατότητα για ανθρώπους πνευματικά και ψυχικά ολοκληρωμένους και υγιείς, με αγάπη και όρεξη για ζωή και ευγνωμοσύνη προς αυτούς που τον μεγάλωσαν. Ενώ οι κίνδυνοι, αντί για πιθανές παγίδες, γίνονται πρόκληση και επιθυμία για ζωή!

[πρώτη δημοσίευση στο bonumallmag, τεύχος 58, 
https://bonusmallmag.wordpress.com/2017/08/13/xi_opws_xreiazomai/ ]


Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Καλή αρχή - καλή χρονιά!

(Oliver Jeffers)


Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σου

είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για Ζωή.

Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα

κι αν βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.

Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου

αφού ιδέες έχουν δικές τους.

Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους

αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο

που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφθείς ούτε και στα όνειρά σου.

Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις

αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα

αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες.

Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου

ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.

Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο

και κομπάζει ότι με τη δύναμή του

τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.

Ας χαροποιεί τον τοξότη ο κομπασμός του 

αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει

έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.


[Χ. Γκιμπράν]

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Εκφοβισμός: πώς θα καταλάβω αν κάτι δεν πάει καλά;




Όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο συχνά ακούμε για περιπτώσεις μαθητών που πέφτουν θύματα 
εκφοβισμού. Την ίδια ώρα, δίνονται συμβουλές, οργανώνονται εκστρατείες, γίνεται προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν όλοι, να είναι σε εγρήγορση κ.ο.κ.. Όμως, κάθε φορά, ένα νέο περιστατικό έρχεται στη δημοσιότητα και κάθε νέα φορά υπάρχουν οι ίδιες απορίες για το τι γίνεται τελικά και πόσο αποτελεσματικά είναι όσα γίνονται.  

Όλοι οι γονείς, είτε το δείχνουν και το εκφράζουν είτε όχι, ανησυχούν μήπως το παιδί τους βρεθεί σε μια παρόμοια θέση, δηλαδή να γίνει θύμα εκφοβισμού, ή ακόμα να προκαλέσει εκείνο μια αντίστοιχη κατάσταση, γιατί, κακά τα ψέματα, όλοι μας, στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και σχολικής ζωή, κάποιες φορές μας φέρθηκαν άσχημα και κάποιες άλλες φερθήκαμε εμείς…

Είναι γεγονός ότι η παιδική και εφηβική ηλικία, με τον μεγάλο πλούτο των συναισθημάτων, έχει και πολλούς τσακωμούς, ανταγωνισμούς, αδικίες… Επίσης, είναι γεγονός ότι πολλά παιδιά επιστρέφουν στο σπίτι και δεν περιγράφουν, δεν μιλάνε για το πώς πέρασαν, τι έγινε εκεί. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι μπορεί ταυτόχρονα να είναι ήρεμα και χαμηλών τόνων παιδιά, συχνά φέρνει μεγαλύτερη ανησυχία στους γονείς.

Και τότε τι κάνουμε; Πώς μπορούμε να καταλάβουμε ή και να διαγνώσουμε αν στην καθημερινότητα του παιδιού μας κάτι πάει στραβά;


Καταρχήν η επιλογή να πιέσουμε το παιδί να μιλήσει, σίγουρα δεν βοηθάει. Το πιο πιθανό είναι, αργά ή γρήγορα, να προκαλέσει δυσφορία ή εκνευρισμό στο παιδί, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί και να μη θέλει να μοιράζεται τις εμπειρίες του.

Πιο σημαντικό εδώ είναι να δημιουργούμε και να ενισχύουμε ένα κλίμα αποδοχής και κατανόησης, ώστε όταν χρειαστεί, να νιώθει πρόσφορο το έδαφος για να μιλήσει και να εκφραστεί.

Μια εύκολη πρακτική, που πάντα βοηθάει στο να αρχίσει ένα παιδί να μιλάει, είναι μια βόλτα με το αυτοκίνητο ή άλλο μέσο μεταφοράς. Η έλλειψη της δυνατότητας να κάνει κάτι και οι εξωτερικές εικόνες που εναλλάσσονται, συχνά πυροδοτούν στα παιδιά ακατάσχετες φλυαρίες ή/και ερωτήσεις! Ακόμα και στα πιο ολιγόλογα. Είναι μια νεκρή ώρα που πρέπει κάπως να περάσει μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να πει κάτι. Κι όμως τα παιδιά, εκείνη την ώρα νιώθουν μια παράξενη ελευθερία να πουν ό,τι περνάει από το μυαλό τους!

Καλά όλα αυτά, όμως το ερώτημα παραμένει. Τι γίνεται όταν δεν μιλάνε; Πώς μπορώ ως γονιός να διαγνώσω αν κάτι δεν πάει καλά;

Λοιπόν, τα πράγματα είναι πιο απλά από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε.
Ας το πάρουμε από την αρχή. Όταν κάθε άνθρωπος γεννιέται δεν μπορεί να επικοινωνήσει με λέξεις. Όμως επικοινωνεί πολύ καλά με τις εκφράσεις του προσώπου, το γέλιο, το κλάμα… Όλες οι μαμάδες, αφού γεννήσουν, πολύ σύντομα αποκτούν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται το παιδί τους, ξεχωρίζοντας το κλάμα του. Αλλιώς κλαίει όταν πεινάει, αλλιώς όταν πονάει, αλλιώς από βαρεμάρα, από φόβο, από κούραση…


Το ότι μεγαλώνει και κατακτά τον κώδικα επικοινωνίας, άρα μπορεί να εκφράζει σκέψεις με λόγια, δε σημαίνει ότι παύουν οι υπόλοιπες εκφράσεις. Όπως αντίστοιχα και στους ενήλικες, που μπορεί να μην κλαίμε με την ίδια συχνότητα όμως το συναίσθημά μας βγαίνει στην έκφραση του προσώπου και τη συμπεριφορά μας.

Όσο ολιγόλογο κι αν είναι ένα παιδί, αρκούν μερικά λεπτά παρατήρησης για να καταλάβουμε αν είναι καλά ή κάτι το προβληματίζει ή το στεναχωρεί. Όσο κι αν δεν μιλάει, ένας γονιός μπορεί να το καταλάβει από το βλέμμα, το περπάτημα, τον τρόπο που επικοινωνεί με τους φίλους του, τη γενικότερη διάθεση που έχει…

Ακόμα κι αν ένας γονιός δεν μπορεί να είναι πολλές ώρες με το παιδί του, ξέρει πώς να το «διαβάζει»! Κάθε γονιός είναι ο πιο ειδικός από κάθε άλλον ειδικό για το παιδί του. Είναι ο μόνος που το γνωρίζει όσο κανείς άλλος. Κάθε άλλος που έρχεται σε επαφή με κάθε παιδί, βλέπει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα εκείνης της στιγμής – εκείνης της εποχής. Όμως, μόνο ο γονιός ξέρει όλη την εξέλιξη και τα στάδια που πέρασε.

Ας «θυμηθούμε» την ικανότητα να ακούμε και να βλέπουμε τα παιδιά μας, ακόμα κι αν δεν μας μιλάνε για το τι συμβαίνει μέσα τους. Ας είμαστε εκεί, δημιουργώντας κλίμα ασφάλειας και αποδοχής και τότε, σίγουρα, όταν έρθει η ανάγκη, θα το αντιληφθούμε και θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τη συνθήκη ώστε να μας μιλήσει!




Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Πόσα γράμματα χρειάζεται να γνωρίζει το μελλοντικό πρωτάκι μας;




Είναι αλήθεια ότι από όλη τη σχολική ζωή ενός ανθρώπου η πρώτη δημοτικού χαράσσεται με ξεχωριστό τρόπο στη μνήμη όλων. Από τη μία ενθουσιασμός, προετοιμασίες με αγορές και υλικά και από την άλλη η αγωνία για το νέο και άγνωστο και αν πιάσουμε και λίγες από τις σκέψεις των γονιών, αγωνία για αν και πόσα ξέρει, έμαθε στο νηπιαγωγείο ή θα έπρεπε να ξέρει ή/και εκτιμήσεις και υπολογισμοί για το τι και πόσα ήδη γνωρίζει... Συχνά σε συζητήσεις ακούμε δηλώσεις του τύπου «εμένα ξέρει να λέει όλη την αλφάβητο» ή «γράφει τόσες λέξεις» ή «ξέρει να διαβάζει αλλά μπροστά μας ντρέπεται» και πολλά πολλά ακόμα…

Για να δούμε, όμως, τι από όλα αυτά πρέπει να γνωρίζει πριν ξεκινήσει το δημοτικό; Και πόσο πρέπει να αγχωνόμαστε για αυτά που ξέρει ή δεν ξέρει ακόμα;

Ας το πάρουμε ανάποδα και ας δούμε κάποια δεδομένα που ισχύουν.
Στην α’ δημοτικού, τα παιδιά διδάσκονται όλα τα γράμματα. Η διδασκαλία των γραμμάτων (μαζί με τα δίψηφα και τους συνδυασμούς, δηλαδή ει, αι, μπ, γκ, ευ κ.τ.λ.), βάσει υπουργείου, ολοκληρώνεται μετά τα Χριστούγεννα. Επομένως, ένα πρωτάκι έχει όλο τον χρόνο μπροστά του για να τα μάθει.

Όπως έχουμε πει ξανά, κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό και χρειάζεται τον δικό του χρόνο για το καθετί (στην πραγματικότητα και με τους ενήλικες το ίδιο ισχύει). Από την άλλη, αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι τα παιδιά μέχρι τα Χριστούγεννα αποκτούν ικανότητα ανάγνωσης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ανάγνωση γίνεται με ευχέρεια! Αυτό που συμβαίνει είναι ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα μπορούν με αργό ρυθμό να διαβάζουν λέξεις και προτάσεις που ανταποκρίνονται στο λεξιλόγιό τους.

Το «έμαθα να διαβάζω» δε σημαίνει επ’ ουδενί λόγω ότι η ανάγνωση έχει ροή ή ότι μπορεί να διαβάζει δύσκολα κείμενα με πολυσύλλαβες ή άγνωστες λέξεις ή με λέξεις με συμπλέγματα και δύσκολους συνδυασμούς γραμμάτων ή ότι δε θα κάνει λάθη ή δε θα μπερδεύει κάποια γράμματα μεταξύ τους. Ναι, στόχος είναι, στο πέρασμα του χρόνου, η ανάγνωση να γίνεται όλο και πιο απρόσκοπτα. Όμως η απόσταση που υπάρχει από το «έχει μάθει και αναγνωρίζει όλα τα γράμματα» μέχρι το «διαβάζει με ροή και κατανόηση» είναι τεράστια!

Το πιο σημαντικό εδώ είναι κάθε παιδί να νιώθει τη χρησιμότητα και χρηστικότητα του γραπτού λόγου. Να καταλάβει ότι τα γράμματα – οι λέξεις – τα κείμενα κάτι μας επικοινωνούν! Να νιώσει την ανάγκη να διαβάσει γιατί θα μάθει πώς να φτιάχνει κάτι, θα μάθει πού μένει ο φίλος του και πότε είναι το πάρτι του, θα γελάσει με μια ιστορία… Είναι αυτό που λέω πάντα, δε μαθαίνουμε ανάγνωση για να είμαστε καλοί στην ανάγνωση. Αυτό είναι άχρηστο. Κάτι άλλο εξυπηρετεί η εκμάθηση της ανάγνωσης!

Στην πραγματικότητα αυτή ακριβώς είναι και η δουλειά – αυτό που γίνεται στο νηπιαγωγείο: μαθαίνουν ότι ο γραπτός κώδικας μεταφέρει μηνύματα που πρέπει να μάθουμε να αποκρυπτογραφούμε! Τι πιο ωραίο κίνητρο για μάθηση! Τόσο ωραίο και μεγάλο που συχνά κινητοποιεί τα παιδιά και μαθαίνουν πολύ γρήγορα! Και αυτό είναι το μαγικό με το νηπιαγωγείο. Τα παιδιά δεν διδάσκονται τα γράμματα (τουλάχιστον έτσι πρέπει να γίνεται και έτσι υποδεικνύεται), απλά εκτίθενται σε αυτά και εκπαιδεύονται στο άκουσμά τους. Να ακούν και να ξεχωρίζουν τους ήχους. Τα παιδιά είναι ικανά να μάθουν τα γράμματα μόνο και μόνο ξεχωρίζοντας και συγκρίνοντας τους ήχους και τα γράμματα των ονομάτων τους, χωρίς να τα διδαχθούν.


Οι ήχοι, εδώ που τα λέμε, και το πώς τους ξεχωρίζουμε είναι η πιο βασική δουλειά. Εκεί πατάει κάθε δάσκαλος για να διδάξει στο δημοτικό τα γράμματα! Θυμάμαι μια χρονιά που είχα α’ δημοτικού που ψάχναμε ήχους στις λέξεις και μου ανακοίνωσε μια μαθητριούλα ότι το πεπόνι έχει τρία «α» και επέμενε σε αυτό! Πώς θα μάθει να διαβάζει και να γράφει αν δεν ξεχωρίζει πρώτα τι ακούει;

Τελικά, και αυτή η μικρούλα μου αλλά και όλα τα παιδιά μαθαίνουν! Και δεν υπάρχει κανένα παιδάκι που να μην μπορεί ή να μην τα έχει καταφέρει. Είναι μαγική η διαδρομή των παιδιών στην κατάκτηση της αναγνωστικής ικανότητας! Εφευρίσκουν απίστευτους τρόπους να αντιμετωπίσουν αυτή τη νέα πραγματικότητα και πρόκληση και εύχομαι σε όλους όσους έχουν παιδί που ετοιμάζεται να περάσει το κατώφλι του δημοτικού να απολαύσουν με τα παιδιά τους τη διαδρομή που έχουν μπροστά τους!